- παραντίχειρ
- παραντίχειρ, χειρος, ἡ,A forefinger, PLond.1821.302.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραντίχειρ — χειρος, ἡ, Α το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀντίχειρ «το μεγάλο δάκτυλο τού χεριού»] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek